ευπόρθητος

ευπόρθητος
-η, -ο (ΑΜ εὐπόρθητος, -ον) [πορθώ]
αυτός που εκπορθείται εύκολα, που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευκολόπαρτος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν κυριεύσει εύκολα, ο ευπόρθητος, ο ευάλωτος, ο ευκολοκυρίευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + παρτος (< παίρνω), πρβλ. ά παρτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”